Πέμπτη 21 Ιανουαρίου 2010

Méditerranée (1963) Jean-Daniel Pollet

Είναι κάπως αδιανόητο το πόσο άσημος είναι ο Jean-Daniel Pollet σε σχέση με το πόσο σημαντική είναι η δουλειά του. Ένας από τους ντοκιμαντερίστες της nouvelle vague αποτελεί έναν από τους πιο ξεχωριστούς σκηνοθέτες που έβγαλε η Γαλλία της δεκαετίας του ‘60.

Όταν το 1957 στα 21 του χρόνια πρόβαλε την πρώτη του ταινία Pourvu qu'on ait l'ivresse..., ο Melville είπε στον Pollet ότι ίσως κάποτε καταφέρει να ξανακάνει κάτι τόσο καλό, αλλά σίγουρα αποκλείεται να καταφέρει κάτι καλύτερο. Προφανώς, είχε άδικο.


Το φιλμικό ποίημα του 1963 επιχειρεί να μοιραστεί με τον θεατή το πορτραίτο της Μεσογείου, μία προσπάθεια που αν και φαντάζει μάταιη κι αλαζονική, καταλήγει απόλυτα επιτυχής. Δεν είναι η έξυπνη επιλογή των πλάνων που σε κάνει να νιώθεις παρόν αλλά η επανάληψη, παρόμοια με αυτή που συναντάς στον Resnais και το Last Year at Marienbad (1961), η λιτότητα των εικόνων, η μονοτονία της φωνής του voice-over, η ναρκωτική κίνηση προς και από τα ίδια σημεία. Τα τράβελλιν του Pollet ξεκινάνε από κάποια ακτή της Τυνησίας για να καταλήξουν σε ένα γλέντι στην Κρήτη. Μεταφέρονται από την ομίχλη γύρω από τον ναό του Απόλλωνα στις Βάσσες σε μία ταυρομαχία στην Ισπανία. Είναι ακριβώς επειδή αδιαφορεί να αποθανατίσει το όλο, η αιτία που το καταφέρνει.

Η δουλειά του Pollet, ως σύνολο αλλά και ατομικά, είναι πάντα απρόβλεπτη και φρέσκια σε σημείο που έκανε τους κριτικούς του Cahiers du Cinema να τις τιτλοφορήσουν u.f.o. (unindentified filmic object). Είναι αυτή η πλαστικότητα, η σημασία της εικόνας και της επανάληψης της που καθιστούν τις ταινίες του μακριά από την κατηγοριοποίηση ως ταινίες τεκμηρίωσης ή μυθοπλασίας. Ο Pollet λειτουργεί μουσικά, λυρικά και μιλάει για το θέμα πάντα με μεταφορές. Η Μεσόγειος δεν είναι μία ταινία που μπορεί να περιγραφεί σωστά ακριβώς γιατί η γλώσσα της είναι αυτή των εικόνων. Είναι μία ταινία που βιώνεται όπως βιώνεται μία μυστική τελετουργία.

Το 1963, όταν η 42λεπτη ταινία προβλήθηκε στη Γαλλία ο Godard έγραψε: <<Η ταινία του Pollet [..] ανακαλύπτει τον χώρο που μόνο το σινεμά μπορεί να μετατρέψει σε χαμένο χρόνο... ή μάλλον το αντίθετο… γιατί οι εικόνες είναι απαλές, στρογγυλές και αφημένες στην οθόνη σαν βότσαλα στην παραλία. Μετά, όπως ένα κύμα, κάθε αλλαγή εντυπωσιάζει και ακουμπάει την λέξη <<μνήμη>>, τη λέξη <<ευτυχία>>, τη λέξη <<γυναίκα>>, τη λέξη <<ουρανός>>.

Η Μεσόγειος καταλήγει να ακουμπήσει την αιωνιότητα. Κοιτώντας το τέλος κατάματα στα τελευταία 6-7 πλανά βιώνεις μία αποκάλυψη μυσταγωγική, αργή σαν θάνατος που ξέρεις ότι έρχεται αλλά δεν μπορείς να αποφύγεις. Και αυτά τα αργά 42 λεπτά κόβονται απότομα, σαν το νήμα του τερματισμού που και να το ξαναενώσεις δεν θα βρει ποτέ την ταυτότητα που κάποτε κρατούσε. Κι όμως, ακόμα κι έτσι, βγαίνεις χαρούμενος κι ευγνώμων που έζησες, που πέρασες μέσα από την ιστορία και κατάφερες ακόμα ένα πάτημα σε εδάφη που υπήρξαν πολύ πριν από σένα.


Ίσως ο Pollet και ταινίες σαν την Μεσόγειο απηχούν σήμερα στις ταινίες του James Benning και την Καλιφορνέζικη τριλογία του Los (2004), Sogobi (2001), και El Valley Centro (2000), στο παλαιότερο Too Early, too Late (1982) των Jean-Marie Straub και της Danièle Huillet κι έχει αναμφισβήτητα έχει υπάρξει η αφετηρία για τους σκηνοθέτες που χτίζουν τις ταινίες τους γύρω από κάποια τοποθεσία όπως ο Uruphong Raksasad, ο Philip Gröning, ο Lisandro Alonso, και ο Sergei Dvortsevoy που είναι σίγουρα άξιοι προσοχής.

Πέμπτη 14 Ιανουαρίου 2010

Le Μépris (1963) Jean-Luc Godard



Ξανακοιτώντας την
Περιφρόνηση του Jean-Luc Godard μου ήρθε στο μυαλό μία συνέντευξη του John Waters όπου μιλώντας για το πως αντιλαμβάνεται το κοινό τις κινούμενες εικόνες σχολιάζει: <<Δεν χρειάζεται να σου αρέσει μία ταινία. Μπορείς να κοιτάς τις λάμπες.>> Και στην Περιφρόνηση το mise-en-scene μοιάζει πιο σημαντικό από την μπανάλ συζυγική διαμάχη μεταξύ της Camille (Brigitte Bardot) και του Paul (Michel Piccoli).



Ο θεατής μπορεί να αφεθεί στις κινήσεις των ηθοποιών μέσα στο χώρο, στην εναλλαγή των χρωμάτων και κατ’ επέκταση να εθιστεί στα αντίγραφα των αγαλμάτων, στην άρθρωση βωμολοχιών από ένα όμορφο στόμα, στην επανάληψη κάθε ατάκας σε διαφορετικές γλώσσες... Αλλά η μοναδικότητα του Godard είναι ότι αυτή η πλαισίωση της αφήγησης που λειτουργεί σχεδόν ανεξάρτητα από την πλοκή είναι ο λόγος που καταλήγουμε στην κορύφωση της αφήγησης.

Η Camille αφήνει τον Paul, όχι επειδή θέλει ή δεν θέλει να γράψει το σενάριο της Οδύσσειας, αλλά εξ’ αιτίας της αναποφασιστικότητας του. Ο Paul, ένας θεατρικός συγγραφέας χωρίς έμπνευση, εξακολουθεί να επιζητεί την επιτυχία έχοντας χάσει τον προσανατολισμό του. Δεν ξέρει πια αν θέλει να πάρει τα χρήματα του παραγωγού Prokosch (Jack Palance) για να ικανοποιήσει την όμορφη γυναίκα του ή για εμψυχώσει τον ταλαιπωρημένο εγωισμό του.

Από αυτή την άποψη η Περιφρόνηση ασχολείται με την ιδέα του ωραίου. Ο Fritz Lang, σκηνοθέτης της Οδύσσειας, επιζητεί να φέρει στην οθόνη τον ρεαλισμό εκείνης της εποχής, την απλότητα και παράλληλα την μαγεία του Οδυσσέα. Όπως λέει κι ο ίδιος στην ταινία, θέλει να δείξει έναν κόσμο που είναι σε αρμονία με τη φύση κι όχι σε αντίθεση με αυτή. Αυτός είναι και ο κόσμος που έρχεται σε σύγκρουση στον ψυχισμό του Paul. Είναι ο πειρασμός του για μία καλύτερη ζωή, για τα μηδενικά στην επιταγή του Prokosch, που κάνουν την Camille να τον περιφρονεί.

Είναι αξιοσημείωτο ότι οι δυνατότητες του Paul ως σεναριογράφου δεν αμφισβητούνται ποτέ. Δεν έχουμε να κάνουμε με ένα 8½. Ο Paul ματαιώνει την δουλειά του, όχι επειδή φοβάται την αποτυχία, αλλά για να περισώσει το λιγοστό πάθος για την τέχνη του. Αλλά η Camille που συνεχώς παρομοιάζεται με τα αγάλματα της κλασικής εποχής είναι αντιπρόσωπος του απλού, του ωραίου. Η σχέση τους δεν μπορεί να συνεχιστεί μιας και η Camille δεν έχει θέση σε ένα κόσμο χωρίς ιδεολογία. Η μόνη της έξοδος είναι ένας τραγικός, νεανικός θάνατος που θυμίζει κάτι από αυτόν του James Dean.

Όπως του λέει κι ο Lang <<πρέπει να υποφέρουμε>>. Αλλά γιατί να μην το κάνουμε σ' ένα ηλιόλουστο νησί δίπλα σ' ένα όμορφο κορίτσι; Άλλωστε, ποιος μας λέει ότι αυτός δεν ήταν κι ο λόγος που επέστρεψε ο Οδυσσέας στην Πηνελόπη;

Η Περιφρόνηση τελειώνει με το βλέμμα του Οδυσσέα να ψάχνει την Ιθάκη. Η σύνδεση με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο είναι αναπόφευκτη. Όταν του ζήτησαν να σκηνοθετήσει μία μονόλεπτη ταινία για την εκατοστή επέτειο από την πρώτη προβολή των αδερφών Lumière, εκείνος αναπαράστησε την στιγμή που ο Οδυσσέας πατάει στην πατρίδα του. Κάπως λιγότερο μαγευτική από την προσμονή στο τέλος της Περιφρόνησης, είναι ένα είδους απομυθοποίησης της ρομαντικής άφιξης.