Πέμπτη 14 Ιανουαρίου 2010

Le Μépris (1963) Jean-Luc Godard



Ξανακοιτώντας την
Περιφρόνηση του Jean-Luc Godard μου ήρθε στο μυαλό μία συνέντευξη του John Waters όπου μιλώντας για το πως αντιλαμβάνεται το κοινό τις κινούμενες εικόνες σχολιάζει: <<Δεν χρειάζεται να σου αρέσει μία ταινία. Μπορείς να κοιτάς τις λάμπες.>> Και στην Περιφρόνηση το mise-en-scene μοιάζει πιο σημαντικό από την μπανάλ συζυγική διαμάχη μεταξύ της Camille (Brigitte Bardot) και του Paul (Michel Piccoli).



Ο θεατής μπορεί να αφεθεί στις κινήσεις των ηθοποιών μέσα στο χώρο, στην εναλλαγή των χρωμάτων και κατ’ επέκταση να εθιστεί στα αντίγραφα των αγαλμάτων, στην άρθρωση βωμολοχιών από ένα όμορφο στόμα, στην επανάληψη κάθε ατάκας σε διαφορετικές γλώσσες... Αλλά η μοναδικότητα του Godard είναι ότι αυτή η πλαισίωση της αφήγησης που λειτουργεί σχεδόν ανεξάρτητα από την πλοκή είναι ο λόγος που καταλήγουμε στην κορύφωση της αφήγησης.

Η Camille αφήνει τον Paul, όχι επειδή θέλει ή δεν θέλει να γράψει το σενάριο της Οδύσσειας, αλλά εξ’ αιτίας της αναποφασιστικότητας του. Ο Paul, ένας θεατρικός συγγραφέας χωρίς έμπνευση, εξακολουθεί να επιζητεί την επιτυχία έχοντας χάσει τον προσανατολισμό του. Δεν ξέρει πια αν θέλει να πάρει τα χρήματα του παραγωγού Prokosch (Jack Palance) για να ικανοποιήσει την όμορφη γυναίκα του ή για εμψυχώσει τον ταλαιπωρημένο εγωισμό του.

Από αυτή την άποψη η Περιφρόνηση ασχολείται με την ιδέα του ωραίου. Ο Fritz Lang, σκηνοθέτης της Οδύσσειας, επιζητεί να φέρει στην οθόνη τον ρεαλισμό εκείνης της εποχής, την απλότητα και παράλληλα την μαγεία του Οδυσσέα. Όπως λέει κι ο ίδιος στην ταινία, θέλει να δείξει έναν κόσμο που είναι σε αρμονία με τη φύση κι όχι σε αντίθεση με αυτή. Αυτός είναι και ο κόσμος που έρχεται σε σύγκρουση στον ψυχισμό του Paul. Είναι ο πειρασμός του για μία καλύτερη ζωή, για τα μηδενικά στην επιταγή του Prokosch, που κάνουν την Camille να τον περιφρονεί.

Είναι αξιοσημείωτο ότι οι δυνατότητες του Paul ως σεναριογράφου δεν αμφισβητούνται ποτέ. Δεν έχουμε να κάνουμε με ένα 8½. Ο Paul ματαιώνει την δουλειά του, όχι επειδή φοβάται την αποτυχία, αλλά για να περισώσει το λιγοστό πάθος για την τέχνη του. Αλλά η Camille που συνεχώς παρομοιάζεται με τα αγάλματα της κλασικής εποχής είναι αντιπρόσωπος του απλού, του ωραίου. Η σχέση τους δεν μπορεί να συνεχιστεί μιας και η Camille δεν έχει θέση σε ένα κόσμο χωρίς ιδεολογία. Η μόνη της έξοδος είναι ένας τραγικός, νεανικός θάνατος που θυμίζει κάτι από αυτόν του James Dean.

Όπως του λέει κι ο Lang <<πρέπει να υποφέρουμε>>. Αλλά γιατί να μην το κάνουμε σ' ένα ηλιόλουστο νησί δίπλα σ' ένα όμορφο κορίτσι; Άλλωστε, ποιος μας λέει ότι αυτός δεν ήταν κι ο λόγος που επέστρεψε ο Οδυσσέας στην Πηνελόπη;

Η Περιφρόνηση τελειώνει με το βλέμμα του Οδυσσέα να ψάχνει την Ιθάκη. Η σύνδεση με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο είναι αναπόφευκτη. Όταν του ζήτησαν να σκηνοθετήσει μία μονόλεπτη ταινία για την εκατοστή επέτειο από την πρώτη προβολή των αδερφών Lumière, εκείνος αναπαράστησε την στιγμή που ο Οδυσσέας πατάει στην πατρίδα του. Κάπως λιγότερο μαγευτική από την προσμονή στο τέλος της Περιφρόνησης, είναι ένα είδους απομυθοποίησης της ρομαντικής άφιξης.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου